Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρομβεῖον
θρομβοειδής
θρομβόομαι
θρόμβος
θρομβώδης
θρόμβωσις
θρονίζομαι
θρόνιον
θρονίς
θρονισμός
θρονιστής
θρονιτικός
θρονίτις
θρόνον
θρονοποιός
θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θροσέως
θρυαλλίδιον
θρυαλλίς
View word page
θρονιστής
θρον-ιστής, οῦ, ,
A). enthroner, POxy. 1380.251 (ii A.D.).


ShortDef

enthroner

Debugging

Headword:
θρονιστής
Headword (normalized):
θρονιστής
Headword (normalized/stripped):
θρονιστης
IDX:
49196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49197
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρον-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">enthroner,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1380.251 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}