θρόμβος
θρόμβ-ος, ὁ,(τρέφω, τέτροφα)
A). lump, ; 1.179 clot of blood, Ch. 533 , al., Criti. 120a , etc.; χολῆς Morb. 2.75 ; of milk, curd, αἰγῶν ἀπόρρους θ. ; 52.8 θρόμβοι ἁλῶν coarse salt,
2). nipple, . 1821.42
II). θ.· ὑψηλὸς τόπος,