Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρῖον
θριπήδεστος
θριπόβρωτος
θριποφάγος
θριπώδης
θρίσκειν
θρίσσα
θρισσέμπορος
θρισσίον
θρίσσω
θρίττε
θρίψ
Θριώ
θροέω
θρομβεῖον
θρομβοειδής
θρομβόομαι
θρόμβος
θρομβώδης
θρόμβωσις
θρονίζομαι
View word page
θρίττε
θρίττε,= θρέττε, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρίττε
Headword (normalized):
θρίττε
Headword (normalized/stripped):
θριττε
IDX:
49182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49183
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρίττε</span>,= <span class="foreign greek">θρέττε</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}