Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θριδακινίς
θριδάκιον
θριδακίσκα
θριδακώδης
θρίδαξ
θρίζω
θριῆσαι
θρινάκη
Θρινακίη
θρ
θρινία
θρίξ
Θριξάλλιος
θριοβόλος
θρῖον
θριπήδεστος
θριπόβρωτος
θριποφάγος
θριπώδης
θρίσκειν
θρίσσα
View word page
θρινία
θρινία· ἄμπελος ἐν Κρήτῃ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρινία
Headword (normalized):
θρινία
Headword (normalized/stripped):
θρινια
IDX:
49168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49169
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρινία·</span> <span class="foreign greek">ἄμπελος ἐν Κρήτῃ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}