Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θριγκός
θριγκόω
θριγκώδης
θρίγκωμα
θριδακηΐς
θριδακίας
θριδακίνη
θριδακινίς
θριδάκιον
θριδακίσκα
θριδακώδης
θρίδαξ
θρίζω
θριῆσαι
θρινάκη
Θρινακίη
θρ
θρινία
θρίξ
Θριξάλλιος
θριοβόλος
View word page
θριδακώδης
θρῐδᾰκ-ώδης
,
ες
,
A).
lettuce-like
,
Dsc.
2.132
( Comp.).
ShortDef
lettuce-like
Debugging
Headword:
θριδακώδης
Headword (normalized):
θριδακώδης
Headword (normalized/stripped):
θριδακωδης
IDX:
49161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49162
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρῐδᾰκ-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lettuce-like</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.132 </span> ( Comp.).</div> </div><br><br>'}