Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θριαμβίς
θριαμβοδιθύραμβος
θρίαμβος
θρίασις
θριαστής
θριάτιον
θριγγίον
θριγκίον
θριγκός
θριγκόω
θριγκώδης
θρίγκωμα
θριδακηΐς
θριδακίας
θριδακίνη
θριδακινίς
θριδάκιον
θριδακίσκα
θριδακώδης
θρίδαξ
θρίζω
View word page
θριγκώδης
θριγκ-ώδης, ες,
A). like a coping, Hsch. s.v. αἱμασιαί .


ShortDef

like a coping

Debugging

Headword:
θριγκώδης
Headword (normalized):
θριγκώδης
Headword (normalized/stripped):
θριγκωδης
IDX:
49153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49154
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θριγκ-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like a coping</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">αἱμασιαί</span> .</div> </div><br><br>'}