Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θριαμβευτής
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θριαμβίς
θριαμβοδιθύραμβος
θρίαμβος
θρίασις
θριαστής
θριάτιον
θριγγίον
θριγκίον
θριγκός
θριγκόω
θριγκώδης
θρίγκωμα
θριδακηΐς
θριδακίας
θριδακίνη
θριδακινίς
θριδάκιον
View word page
θριγγίον
θριγγίον, θρῐαμβ-γός, θρῐαμβ-γόω, later forms for θριγκίον, etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θριγγίον
Headword (normalized):
θριγγίον
Headword (normalized/stripped):
θριγγιον
IDX:
49149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49150
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θριγγίον</span>, <span class="orth greek">θρῐαμβ-γός</span>, <span class="orth greek">θρῐαμβ-γόω</span>, later forms for <span class="foreign greek">θριγκίον</span>, etc.</div><br><br>'}