Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Θρῇσσα
θρήττανον
Θρῖα
θριάζω
θριαί
θριαμβευτής
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θριαμβίς
θριαμβοδιθύραμβος
θρίαμβος
θρίασις
θριαστής
θριάτιον
θριγγίον
θριγκίον
θριγκός
θριγκόω
θριγκώδης
θρίγκωμα
View word page
θριαμβοδιθύραμβος
θρῐαμβοδῑθύραμβος [ῠ],, epith. of Bacchus, Pratin.Lyr. 1.16 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θριαμβοδιθύραμβος
Headword (normalized):
θριαμβοδιθύραμβος
Headword (normalized/stripped):
θριαμβοδιθυραμβος
IDX:
49144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49145
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρῐαμβοδῑθύραμβος</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>, epith. of Bacchus, Pratin.Lyr.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9010.tlg001:1:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9010.tlg001:1.16/canonical-url/"> 1.16 </a>.</div><br><br>'}