Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θρησκώδης
Θρῇσσα
θρήττανον
Θρῖα
θριάζω
θριαί
θριαμβευτής
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θριαμβίς
θριαμβοδιθύραμβος
θρίαμβος
θρίασις
θριαστής
θριάτιον
θριγγίον
θριγκίον
θριγκός
θριγκόω
θριγκώδης
View word page
θριαμβίς
θρῐαμβ-ίς
,
ίδος
, pecul. fem. of
A).
θριαμβικός, στολή
Anon.
ap.
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θριαμβίς
Headword (normalized):
θριαμβίς
Headword (normalized/stripped):
θριαμβις
IDX:
49143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49144
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρῐαμβ-ίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, pecul. fem. of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">θριαμβικός, στολή</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}