Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
θρησκώδης
Θρῇσσα
θρήττανον
Θρῖα
θριάζω
θριαί
θριαμβευτής
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θριαμβίς
θριαμβοδιθύραμβος
θρίαμβος
θρίασις
θριαστής
θριάτιον
θριγγίον
View word page
θριαμβευτής
θρῐαμβ-ευτής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
one who enjoys a triumph
,
Suid.
ShortDef
one who enjoys a triumph
Debugging
Headword:
θριαμβευτής
Headword (normalized):
θριαμβευτής
Headword (normalized/stripped):
θριαμβευτης
IDX:
49139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49140
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρῐαμβ-ευτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who enjoys a triumph</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}