Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρησκεία
θρήσκευμα
θρήσκευσις
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
θρησκώδης
Θρῇσσα
θρήττανον
Θρῖα
θριάζω
θριαί
θριαμβευτής
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θριαμβίς
θριαμβοδιθύραμβος
θρίαμβος
View word page
θρήττανον
θρήττανον· τῆς ἁμάξης ἐφ’ ᾧ τὰ ἀγόμενα ἐπιτίθεται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρήττανον
Headword (normalized):
θρήττανον
Headword (normalized/stripped):
θρηττανον
IDX:
49135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49136
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρήττανον·</span> <span class="foreign greek">τῆς ἁμάξης ἐφ’ ᾧ τὰ ἀγόμενα ἐπιτίθεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}