Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρήσασθαι
θρησκεία
θρήσκευμα
θρήσκευσις
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
θρησκώδης
Θρῇσσα
θρήττανον
Θρῖα
θριάζω
θριαί
θριαμβευτής
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θριαμβίς
θριαμβοδιθύραμβος
View word page
Θρῇσσα
Θρῇσσα, , Ion. for Θρᾷσσα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Θρῇσσα
Headword (normalized):
θρῇσσα
Headword (normalized/stripped):
θρησσα
IDX:
49134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49135
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Θρῇσσα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">Θρᾷσσα</span>.</div><br><br>'}