Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρῆνυξ
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνῴδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρήνωμα
Θρῇξ
θρήσασθαι
θρησκεία
θρήσκευμα
θρήσκευσις
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
θρήσκια
θρῆσκος
θρησκώδης
Θρῇσσα
View word page
θρήσασθαι
θρήσασθαι,
A). v. θράομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρήσασθαι
Headword (normalized):
θρήσασθαι
Headword (normalized/stripped):
θρησασθαι
IDX:
49124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49125
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρήσασθαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θράομαι</span> .</div> </div><br><br>'}