Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυξ
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνῴδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρήνωμα
Θρῇξ
θρήσασθαι
θρησκεία
θρήσκευμα
θρήσκευσις
θρησκευτήριον
θρησκευτής
θρησκεύω
View word page
θρηνῳδικός
θρηνῳδ-ικός, , όν,
A). appropriate to a dirge, ἁρμονία ib. 1136e .


ShortDef

appropriate to a dirge

Debugging

Headword:
θρηνῳδικός
Headword (normalized):
θρηνῳδικός
Headword (normalized/stripped):
θρηνωδικος
IDX:
49120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49121
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρηνῳδ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">appropriate to a dirge</span>, <span class="foreign greek">ἁρμονία</span> ib.<span class="bibl"> 1136e </span>.</div> </div><br><br>'}