Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητήριος
θρηνητής
θρηνητικός
θρηνήτρια
θρηνήτωρ
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυξ
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνῴδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
θρήνωμα
View word page
θρηνοποιός
θρηνο-ποιός,
A). luctificus, Gloss.


ShortDef

luctificus

Debugging

Headword:
θρηνοποιός
Headword (normalized):
θρηνοποιός
Headword (normalized/stripped):
θρηνοποιος
IDX:
49112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49113
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρηνο-ποιός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">luctificus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}