Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητήριος
θρηνητής
θρηνητικός
θρηνήτρια
θρηνήτωρ
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυξ
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνῴδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
θρηνῳδός
View word page
θρηνολογέω
θρηνο-λογέω,
A). bewail, τινα IPE 2.197 (Panticapaeum).


ShortDef

bewail

Debugging

Headword:
θρηνολογέω
Headword (normalized):
θρηνολογέω
Headword (normalized/stripped):
θρηνολογεω
IDX:
49111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρηνο-λογέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bewail</span>, <span class="itype greek">τινα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IPE</span> 2.197 </span> (Panticapaeum).</div> </div><br><br>'}