Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρηνέω
θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητήριος
θρηνητής
θρηνητικός
θρηνήτρια
θρηνήτωρ
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυξ
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνῴδημα
θρηνῴδης
θρηνῳδία
θρηνῳδικός
View word page
θρηνολάλος
θρηνο-λάλος [ᾰ],,
A). uttering laments, Σειρῆνες IG 12(8).445.5 (Thasos).


ShortDef

uttering laments

Debugging

Headword:
θρηνολάλος
Headword (normalized):
θρηνολάλος
Headword (normalized/stripped):
θρηνολαλος
IDX:
49110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρηνο-λάλος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">uttering laments</span>, <span class="quote greek">Σειρῆνες</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(8).445.5 </span> (Thasos).</div> </div><br><br>'}