Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρέψις
θρηϊκή
Θρηϊκίη
θρήνερως
θρηνεύω
θρηνέω
θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητήριος
θρηνητής
θρηνητικός
θρηνήτρια
θρηνήτωρ
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
θρῆνος
θρῆνυξ
θρῆνυς
View word page
θρηνητήριος
θρην-ητήριος, ον,= θρηνητικός, ᾠδαὶ θ. Eust. 1372.26 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρηνητήριος
Headword (normalized):
θρηνητήριος
Headword (normalized/stripped):
θρηνητηριος
IDX:
49105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49106
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρην-ητήριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">θρηνητικός, ᾠδαὶ θ</span>. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1372:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1372.26/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1372.26 </a>.</div><br><br>'}