Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρεττανελό
θρέττε
θρεψίππας
θρέψις
θρηϊκή
Θρηϊκίη
θρήνερως
θρηνεύω
θρηνέω
θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητήριος
θρηνητής
θρηνητικός
θρηνήτρια
θρηνήτωρ
θρηνολάλος
θρηνολογέω
θρηνοποιός
View word page
θρηνήσιμος
θρην-ήσιμος,
A). flebilis, Gloss.


ShortDef

flebilis

Debugging

Headword:
θρηνήσιμος
Headword (normalized):
θρηνήσιμος
Headword (normalized/stripped):
θρηνησιμος
IDX:
49102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49103
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρην-ήσιμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flebilis,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}