Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Ἀμαλώιος
ἁμαλῶς
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
ἁμαξαία
ἁμαξαῖος
ἁμαξακάρινον
ἁμαξάρχης
ἁμαξεία
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξηγός
ἁμαξηδόνια
ἁμαξηλατέω
ἁμαξηλάτης
ἁμαξήλατος
ἁμαξήποδες
View word page
ἁμαξακάρινον
ἁμαξακάρινον
(?
-κάρριον
)
· ἅμαξα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἁμαξακάρινον
Headword (normalized):
ἁμαξακάρινον
Headword (normalized/stripped):
αμαξακαρινον
IDX:
4909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4910
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁμαξακάρινον</span> (? <span class="foreign greek">-κάρριον</span>)<span class="foreign greek">· ἅμαξα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}