Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα1
θρέπτρα2
θρεσκός
θρεττανελό
θρέττε
θρεψίππας
θρέψις
θρηϊκή
Θρηϊκίη
θρήνερως
θρηνεύω
θρηνέω
θρήνημα
θρηνήσιμος
θρηνητέον
θρηνητήρ
θρηνητήριος
θρηνητής
View word page
θρηϊκή
θρηϊκή· ὑποδημάτων εἶδος Περσικῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρηϊκή
Headword (normalized):
θρηϊκή
Headword (normalized/stripped):
θρηικη
IDX:
49096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49097
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρηϊκή·</span> <span class="foreign greek">ὑποδημάτων εἶδος Περσικῶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}