Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρεπτάριον
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα1
θρέπτρα2
θρεσκός
θρεττανελό
θρέττε
θρεψίππας
θρέψις
θρηϊκή
Θρηϊκίη
θρήνερως
θρηνεύω
θρηνέω
θρήνημα
View word page
θρεσκός
θρεσκός,
A). v. θρῆσκος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρεσκός
Headword (normalized):
θρεσκός
Headword (normalized/stripped):
θρεσκος
IDX:
49091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49092
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρεσκός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θρῆσκος</span> .</div> </div><br><br>'}