θρεπτικός
θρεπ-τικός, ή, όν,
A). able to feed or rear, τινος Plt. 267b , cf. 276b , 276c ; nourishing, -ώτερα μῆλα ap. ; 3.82f -ώτατος οἶνος Mnesith.ib. 1.32d .
II). of or promoting growth, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς θ. καὶ γεννητική de An. 416a19 ; ἡ θ. ψυχή ib. 415a23 ; τὸ θ. the principle of growth, EN 1102b11 ; ἡ θ. καὶ αὐξητικὴ ζωή ib. 1098a1 ; opp. φθαρτικός, Polystr. p.23 W. Adv. -κῶς Gaur. 1.1 .
III). causing to heal up, ἑλκῶν . 1.43