Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Θρέϊσσα
θρεκτικός
θρεκτός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέξασκον
θρέομαι
θρέπτα
θρεπτάριον
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα1
θρέπτρα2
θρεσκός
View word page
θρεπτάριον
θρεπ-τάριον, τό,= θρεμμάτιον, CIG(add.) 4303h6 (Lycia), PPar. p.422 (ii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρεπτάριον
Headword (normalized):
θρεπτάριον
Headword (normalized/stripped):
θρεπταριον
IDX:
49081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49082
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρεπ-τάριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">θρεμμάτιον</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span>(add.)<span class="bibl"> 4303h6 </span> (Lycia), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PPar.</span> p.422 </span> (ii A.D.).</div><br><br>'}