Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θραύω
Θρέϊσσα
θρεκτικός
θρεκτός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέξασκον
θρέομαι
θρέπτα
θρεπτάριον
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
θρέπτρα1
θρέπτρα2
View word page
θρέπτα
θρέπτα,
A). v. θρέπτρα, τά .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρέπτα
Headword (normalized):
θρέπτα
Headword (normalized/stripped):
θρεπτα
IDX:
49080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49081
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρέπτα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θρέπτρα, τά</span> .</div> </div><br><br>'}