Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θραύστης
θραυστός
θραύω
Θρέϊσσα
θρεκτικός
θρεκτός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέξασκον
θρέομαι
θρέπτα
θρεπτάριον
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήρ
θρεπτήριος
θρεπτήτωρ
θρεπτικός
θρεπτός
View word page
θρέξασκον
θρέξασκον, θρέξομαι,
A). v. τρέχω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρέξασκον
Headword (normalized):
θρέξασκον
Headword (normalized/stripped):
θρεξασκον
IDX:
49078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49079
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρέξασκον</span>, <span class="orth greek">θρέξομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρέχω</span> .</div> </div><br><br>'}