Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θραύπαλος
θραυπίς
θραυσάντυξ
θραῦσις
θραῦσμα
θραυσμός
θραυστήριος
θραύστης
θραυστός
θραύω
Θρέϊσσα
θρεκτικός
θρεκτός
θρέμμα
θρεμματικός
θρεμμάτιον
θρεμματοτροφέω
θρέξασκον
θρέομαι
θρέπτα
θρεπτάριον
View word page
Θρέϊσσα
Θρέϊσσα, , Ion. for Θρᾷσσα (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Θρέϊσσα
Headword (normalized):
θρέϊσσα
Headword (normalized/stripped):
θρεισσα
IDX:
49071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49072
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Θρέϊσσα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">Θρᾷσσα</span> (q. v.).</div><br><br>'}