Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρασυπτόλεμος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
θρασύτολμος
θρασύφρων
θρασυφωνία
θρασύφωνος
θρασυχάρμης
θρασύχειρ
θρασυχειρία
Θρασώ
Θράσων
Θρᾷττα
θρᾷττα
θράττης
θραῦμα
θραύπαλος
View word page
θρασύφωνος
θρᾰσύ-φωνος, ον,= θρασύστομος, ibid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρασύφωνος
Headword (normalized):
θρασύφωνος
Headword (normalized/stripped):
θρασυφωνος
IDX:
49051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49052
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρᾰσύ-φωνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">θρασύστομος</span>, ibid.</div><br><br>'}