Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρασυμήχανος
θρασύμυθος
θράσυνος
θρασύνω
θρασυξενία
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
θρασύτολμος
θρασύφρων
θρασυφωνία
θρασύφωνος
θρασυχάρμης
θρασύχειρ
θρασυχειρία
Θρασώ
View word page
θρασυστομία
θρᾰσυστομ-ία, ,
A). insolence, AP 12.141 ( Mel.).


ShortDef

insolence

Debugging

Headword:
θρασυστομία
Headword (normalized):
θρασυστομία
Headword (normalized/stripped):
θρασυστομια
IDX:
49045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49046
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρᾰσυστομ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">insolence,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 12.141 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Mel.</span></span>).</div> </div><br><br>'}