Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
θρασύμητις
θρασυμήχανος
θρασύμυθος
θράσυνος
θρασύνω
θρασυξενία
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
θρασύτολμος
θρασύφρων
θρασυφωνία
θρασύφωνος
View word page
θρασυπτόλεμος
θρᾰσυ-πτόλεμος, ον,
A). bold in war, IG 9(1).871 (Corc.).


ShortDef

bold in war

Debugging

Headword:
θρασυπτόλεμος
Headword (normalized):
θρασυπτόλεμος
Headword (normalized/stripped):
θρασυπτολεμος
IDX:
49041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49042
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρᾰσυ-πτόλεμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bold in war,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 9(1).871 </span> (Corc.).</div> </div><br><br>'}