Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρασύθυμος
θρασυκάρδιος
θρασυλογέω
θρασυλόγος
θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
θρασύμητις
θρασυμήχανος
θρασύμυθος
θράσυνος
θρασύνω
θρασυξενία
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
View word page
θράσυνος
θράσῠνος [ᾰ],= θρασύς, EM 204.17 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θράσυνος
Headword (normalized):
θράσυνος
Headword (normalized/stripped):
θρασυνος
IDX:
49037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49038
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θράσῠνος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ]</span>,= <span class="foreign greek">θρασύς</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:204:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:204.17/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 204.17 </a>.</div><br><br>'}