Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θρανεύομαι
θρανίας
θρανίδιον
θρανίον
θρανίς
θρανίτης
θρανιτικός
θραννομένη
θρανογράφος
θρᾶνος
θρᾶνυξ
θρανύσσω
Θρᾷξ
θρᾶξαι
θράομαι
θράσις
Θρασκίας
θράσος
Θρᾷσσα
θράσσω
θρασύβουλος
View word page
θρᾶνυξ
θρᾶνυξ,
A). v. θρῆνυξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρᾶνυξ
Headword (normalized):
θρᾶνυξ
Headword (normalized/stripped):
θρανυξ
IDX:
49011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49012
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρᾶνυξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θρῆνυξ</span> .</div> </div><br><br>'}