θρᾶνος
θρᾶνος, ὁ,(θράομαι)
2). close-stool, ap. . 19.104
II). Archit.,
1). wooden beam, ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους ἐνδήσει θράνοις IG 22.463.75 ; θράνους ἐπιθήσει διανεκεῖς, of beams supporting floors, ib. 1668.81 , cf. 1672.208 .
2). ὁ θ. τοῦ νεώ the top course of masonry in a temple, ib. 11(2).161 A 49 (Delos, iii B.C.); θ. ποικίλος PCair.Zen. 445.5 (iii B.C.).