Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Θρᾳκιστί
Θρᾳκοφοίτης
θρακτικόν
θρανεύομαι
θρανίας
θρανίδιον
θρανίον
θρανίς
θρανίτης
θρανιτικός
θραννομένη
θρανογράφος
θρᾶνος
θρᾶνυξ
θρανύσσω
Θρᾷξ
θρᾶξαι
θράομαι
θράσις
Θρασκίας
θράσος
View word page
θραννομένη
θραννομένη· προορῶσα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θραννομένη
Headword (normalized):
θραννομένη
Headword (normalized/stripped):
θραννομενη
IDX:
49008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49009
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θραννομένη·</span> <span class="foreign greek">προορῶσα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}