Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θραγμός
θράζω
θραίειν
Θρᾴκη
Θρᾳκίας
Θρᾳκίζω
Θρᾳκικός
Θρᾴκιος
Θρᾳκιστί
Θρᾳκοφοίτης
θρακτικόν
θρανεύομαι
θρανίας
θρανίδιον
θρανίον
θρανίς
θρανίτης
θρανιτικός
θραννομένη
θρανογράφος
θρᾶνος
View word page
θρακτικόν
θρακτικόν· πορευτόν, and θραξεῖται· πορεύσεται, Hsch.: dial. forms for θρεκτ-, θρεξ-. θραμβόν· καπυρόν, Id. θράμις· κριός, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θρακτικόν
Headword (normalized):
θρακτικόν
Headword (normalized/stripped):
θρακτικον
IDX:
49000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49001
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θρακτικόν·</span> <span class="foreign greek">πορευτόν</span>, and <span class="orth greek">θραξεῖται·</span> <span class="foreign greek">πορεύσεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: dial. forms for <span class="foreign greek">θρεκτ-, θρεξ-</span>. <span class="orth greek">θραμβόν·</span> <span class="foreign greek">καπυρόν</span>, Id. <span class="orth greek">θράμις·</span> <span class="foreign greek">κριός</span>, Id.</div><br><br>'}