Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Θουριοπέρσαι
θούριος
θοῦρις
θοῦρος
θούσχοινοι
θόσχοινοι
θόωκος
θόωσα
θραγμός
θράζω
θραίειν
Θρᾴκη
Θρᾳκίας
Θρᾳκίζω
Θρᾳκικός
Θρᾴκιος
Θρᾳκιστί
Θρᾳκοφοίτης
θρακτικόν
θρανεύομαι
θρανίας
View word page
θραίειν
θραίειν· λοιδορεῖν ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θραίειν
Headword (normalized):
θραίειν
Headword (normalized/stripped):
θραιειν
IDX:
48992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48993
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θραίειν·</span> <span class="foreign greek">λοιδορεῖν</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}