Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θορύβηθρον
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
θορώδης
θοῦ
θουραῖος
θουράω
θουρήεις
θούρης
θουρηταῖς
θούρητρα
Θουριόμαντις
Θουριοπέρσαι
θούριος
θοῦρις
θοῦρος
θούσχοινοι
θόσχοινοι
View word page
θουρήεις
θουρ-ήεις, εσσα, εν,= θουραῖος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θουρήεις
Headword (normalized):
θουρήεις
Headword (normalized/stripped):
θουρηεις
IDX:
48977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48978
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θουρ-ήεις</span>, <span class="itype greek">εσσα</span>, <span class="itype greek">εν</span>,= <span class="foreign greek">θουραῖος</span>, Id.</div><br><br>'}