Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θόρραξ
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορύβηθρον
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
θορώδης
θοῦ
θουραῖος
θουράω
θουρήεις
θούρης
θουρηταῖς
θούρητρα
Θουριόμαντις
Θουριοπέρσαι
θούριος
θοῦρις
View word page
θοῦ
θοῦ, aor. 2 imper. Med. of τίθημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θοῦ
Headword (normalized):
θοῦ
Headword (normalized/stripped):
θου
IDX:
48974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θοῦ</span>, aor. 2 imper. Med. of <span class="foreign greek">τίθημι</span>.</div><br><br>'}