Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θορός
θόρραξ
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορύβηθρον
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
θορώδης
θοῦ
θουραῖος
θουράω
θουρήεις
θούρης
θουρηταῖς
θούρητρα
Θουριόμαντις
Θουριοπέρσαι
θούριος
View word page
θορώδης
θορώδης, ες,= θοραῖος, Gal. 4.556 , al.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θορώδης
Headword (normalized):
θορώδης
Headword (normalized/stripped):
θορωδης
IDX:
48973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48974
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θορώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>,= <span class="foreign greek">θοραῖος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 4.556 </span>, al.</div><br><br>'}