θορυβώδης
θορῠβ-ώδης, ες,
A). uproarious, turbulent, Lg. 671a ; clamorous, -ῶδες φθέγγεσθαι HA 632b18 ; θορυβώδεα ἐνυπνιάζεσθαι VM 10 . Adv. -δῶς , 5.123 Myst. 3.25 (prob.): Comp. -έστερον, διατίθενται . 2.656f
2). confusing, δόξαι Herc. 1696.4 .