Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμαλλεύω
ἀμάλλιον
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλλοδέτης
ἄμαλλος
ἄμαλλος
ἀμαλλοτόκεια
ἀμαλλοφόρος
ἀμαλογεῖ
ἀμαλογία
ἀμαλόγος
ἀμαλός
ἀμαλόω
Ἀμαλώιος
ἁμαλῶς
ἁμάμαξυς
ἁμαμηλίς
ἁμαμιθάδες
ἀμανῖται
ἀμάντευτος
ἄμαξα
View word page
ἀμαλόγος
ἀμα-λόγος·
φλύαρος,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμαλόγος
Headword (normalized):
ἀμαλόγος
Headword (normalized/stripped):
αμαλογος
IDX:
4896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4897
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμα-λόγος·</span> <span class="foreign greek">φλύαρος,</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}