Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θορινεῦσαι
θορίσκομαι
θόρισμα
θόρνυμαι
θορόεις
θοροποιός
θορός
θόρραξ
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορύβηθρον
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
θορώδης
θοῦ
θουραῖος
θουράω
θουρήεις
View word page
θορύβηθρον
θορῠ/β-ηθρον, τό,
A). = λεοντοπέταλον , Ps.- Dsc. 3.96 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θορύβηθρον
Headword (normalized):
θορύβηθρον
Headword (normalized/stripped):
θορυβηθρον
IDX:
48967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48968
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θορῠ/β-ηθρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λεοντοπέταλον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.96 </span>.</div> </div><br><br>'}