Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θορή
Θορικόνδε
θορικός
θορινεῦσαι
θορίσκομαι
θόρισμα
θόρνυμαι
θορόεις
θοροποιός
θορός
θόρραξ
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορύβηθρον
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
θορώδης
θοῦ
View word page
θόρραξ
θόρραξ,
A). v. θώραξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θόρραξ
Headword (normalized):
θόρραξ
Headword (normalized/stripped):
θορραξ
IDX:
48964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θόρραξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θώραξ</span> .</div> </div><br><br>'}