Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Θοράτης
θόρε
θορή
Θορικόνδε
θορικός
θορινεῦσαι
θορίσκομαι
θόρισμα
θόρνυμαι
θορόεις
θοροποιός
θορός
θόρραξ
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορύβηθρον
θορυβητικός
θορυβοποιέω
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
View word page
θοροποιός
θορο-ποιός, όν,
A). gloss on θοῦρις , EM 453.51 ( v.l. φθορο-, θυρο- ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θοροποιός
Headword (normalized):
θοροποιός
Headword (normalized/stripped):
θοροποιος
IDX:
48962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48963
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θορο-ποιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">θοῦρις</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:453:51" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:453.51/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 453.51 </a> ( v.l. <span class="ref greek">φθορο-, θυρο-</span> ).</div> </div><br><br>'}