Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θολωτός
θονανία
θοός
θοός
θοόω
θοραῖος
θοράνας
Θοράτης
θόρε
θορή
Θορικόνδε
θορικός
θορινεῦσαι
θορίσκομαι
θόρισμα
θόρνυμαι
θορόεις
θοροποιός
θορός
θόρραξ
θορυβάζομαι
View word page
Θορικόνδε
Θορῐκόνδε, Adv.
A). to Thoricus, h.Cer. 126 .


ShortDef

to Thoricus

Debugging

Headword:
Θορικόνδε
Headword (normalized):
θορικόνδε
Headword (normalized/stripped):
θορικονδε
IDX:
48955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48956
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Θορῐκόνδε</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to Thoricus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">h.Cer.</span> 126 </span>.</div> </div><br><br>'}