Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θολώδης
θόλωσις
θολωτός
θονανία
θοός
θοός
θοόω
θοραῖος
θοράνας
Θοράτης
θόρε
θορή
Θορικόνδε
θορικός
θορινεῦσαι
θορίσκομαι
θόρισμα
θόρνυμαι
θορόεις
θοροποιός
θορός
View word page
θόρε
θόρε, θορεῖν,
A). v. θρῴσκω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θόρε
Headword (normalized):
θόρε
Headword (normalized/stripped):
θορε
IDX:
48953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48954
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θόρε</span>, <span class="orth greek">θορεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">θρῴσκω</span> .</div> </div><br><br>'}