Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θοινήτωρ
θοινίζω
θοινοδοτέω
θοῖτο
θολερεῖν
θολερός
θολερότης
θολερόφρον
θολερώδης
θολία1
θολικός
θολοειδής
θολομιγής
θόλος
θολός
θολός
θολόω
θολώδης
θόλωσις
θολωτός
θονανία
View word page
θολικός
θολικός, , όν,
A). with a dome, στοά Suid. s.v. Δαμιανός .


ShortDef

with a dome

Debugging

Headword:
θολικός
Headword (normalized):
θολικός
Headword (normalized/stripped):
θολικος
IDX:
48936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48937
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θολικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a dome</span>, <span class="quote greek">στοά</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Δαμιανός</span> .</div> </div><br><br>'}