Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινήτωρ
θοινίζω
θοινοδοτέω
θοῖτο
θολερεῖν
θολερός
θολερότης
θολερόφρον
θολερώδης
θολία1
θολικός
θολοειδής
θολομιγής
θόλος
θολός
θολός
θολόω
θολώδης
View word page
θολερόφρον
θολερόφρον· μέγα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θολερόφρον
Headword (normalized):
θολερόφρον
Headword (normalized/stripped):
θολεροφρον
IDX:
48933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48934
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θολερόφρον·</span> <span class="foreign greek">μέγα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}