Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θοινατήρ
θοινατήριον
θοινατικός
θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινήτωρ
θοινίζω
θοινοδοτέω
θοῖτο
θολερεῖν
θολερός
θολερότης
θολερόφρον
θολερώδης
θολία1
θολικός
θολοειδής
θολομιγής
θόλος
θολός
View word page
θολερεῖν
θολερεῖν· ταραχίζεσθαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θολερεῖν
Headword (normalized):
θολερεῖν
Headword (normalized/stripped):
θολερειν
IDX:
48930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48931
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θολερεῖν·</span> <span class="foreign greek">ταραχίζεσθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}