Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

θοιναρμόστρια
θοινατήρ
θοινατήριον
θοινατικός
θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινήτωρ
θοινίζω
θοινοδοτέω
θοῖτο
θολερεῖν
θολερός
θολερότης
θολερόφρον
θολερώδης
θολία1
θολικός
θολοειδής
θολομιγής
θόλος
View word page
θοῖτο
θοῖτο, for θεῖτο, 3 opt. aor. 2 Med. of τίθημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θοῖτο
Headword (normalized):
θοῖτο
Headword (normalized/stripped):
θοιτο
IDX:
48929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-48930
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">θοῖτο</span>, for <span class="foreign greek">θεῖτο</span>, <span class="bibl"> 3 </span> opt. aor. 2 Med. of <span class="foreign greek">τίθημι</span>.</div><br><br>'}